- προαικίζομαι
- προ-αικίζομαι, [voice] Med.,A maltreat beforehand, J.BJ2.14.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προαικίζομαι — Α κακοποιώ κάποιον προηγουμένως, εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αἰκίζω, ομαι «κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι»] … Dictionary of Greek
προαικιζόμενος — προαικίζομαι maltreat beforehand pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαικισάμενος — προαικίζομαι maltreat beforehand aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)